- διαθλαστός
- η , ό[ν] физ. преломляющийся
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαθλαστός — ή, ό 1. αυτός που είναι ικανός να διαθλάται ή υπόκειται σε διάθλαση 2. το ουδ. ως ουσ. το διαθλαστόν η διαθλαστικότητα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαθλώ Ι. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] … Dictionary of Greek